ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ

«Γ. Α. ΑΛΛΑΜΑΝΗΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΚΑΠΝΟΥ Α.Ε.»

 

Η εταιρία ιδρύθηκε το 1954 ως Ανώνυμη Εταιρία με κύριους αρχικούς  μετόχους της τους Γεώργιο Αχ. Αλλαμανή (1901-1974), Βικτώρια Αχ. Αλλαμανή (1873-1961), Πολύβιο Αχ. Αλλαμανή (1908-1977), Μιλτιάδη Αχ. Αλλαμανή (1912-1991), Αχιλλέα Β. Αλλαμανή (1935) και Ιωάννη Δ. Πιτσιώρη (1905-1997).  Η σχετική εγκριτική απόφαση του Υπουργού Εμπορίου δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ (Δ.Α.Ε.) με αριθμό 411 την 20η Δεκεμβρίου 1954.

Ο  Γεώργιος Αχ. Αλλαμανής δραστηριοποιήθηκε στην αγορά, μεταποίηση και εξαγωγή των ελληνικών χωρικών καπνών ήδη από την δεκαετία του 1920, ορμώμενος από την γενέτειρά του Καρδίτσα. Από τις πρώτες φροντίδες του ήταν να εγκαταστήσει γραφείο αντιπροσωπείας και προώθησης των εξαγωγών στην Δυτική Ευρώπη και ήδη το 1924 ιδρύει γραφείο στις Βρυξέλλες, το οποίο αργότερα αποτέλεσε ξεχωριστή μονάδα του Ομίλου Εταιριών του με την επωνυμία «Allamanis Frères &  Cie  S.p.r.l.

Από την δεκαετία του 1930 την εταιρία αυτή διηύθυνε ο αδελφός του Βασίλειος Αχ. Αλλαμανής (1905-1993), που εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βέλγιο. Το γραφείο Βρυξελλών έπαιξε, καθ’ όλο το υπόλοιπο του 20ου αιώνα, κεντρικό ρόλο στην εξασφάλιση παραγγελιών για ελληνικά καπνά από τα πολυάριθμα εργοστάσια προϊόντων καπνού της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης και στην διατήρηση στενών και μακροχρόνιων σχέσεων με τους πελάτες αυτούς. Στην διοίκηση της εταιρίας των Βρυξελλών τον Βασίλη Αλλαμανή διαδέχθηκε ο γιος του Αχιλλέας Β. Αλλαμανής,  μέχρι και το οριστικό κλείσιμο του γραφείου στις αρχές του 21ου αιώνα.

 Ο Γεώργιος Αλλαμανής συνέχισε τις δραστηριότητές του στην Ελλάδα και ήδη προπολεμικά είχε επεκτείνει τις αγορές και την μεταποίηση καπνού και εκτός Θεσσαλίας, με ενοικίαση μονάδας επεξεργασίας στην Θεσσαλονίκη και με αγορές μακεδονικών καπνών.

Το 1939 αγοράζει από την εταιρία ‘Παπαστράτος’ καπναποθήκη στο κέντρο της Καρδίτσας, η χρήση της οποίας έμελλε όμως να είναι βραχύβια, με δεδομένο ότι η εμπορική δραστηριότητα του Γιώργου Αλλαμανή διακόπηκε από το 1941 και σε όλο το διάστημα της Κατοχής. Ακολούθησε η κατάσχεση των καπνών του από τις κατοχικές δυνάμεις και η καταστροφή από αυτές της καπναποθήκης. Με την διαθήκη του, ο Γιώργος Αλλαμανής κατέλιπε το οικόπεδο, στο οποίο ήταν κτισμένη αυτή η πρώτη ιδιόκτητη καπναποθήκη του, σε Ίδρυμα Υποτροφιών με σκοπό την χορήγηση υποτροφιών σε αποφοίτους κατωτέρων τεχνικών σχολών του Νομού Καρδίτσας που συνεχίζουν τις σπουδές τους σε ανώτερο επίπεδο. Το Ίδρυμα αυτό, που φέρει το όνομά του, συνεχίζει την κοινωφελή δραστηριότητά του μέχρι και σήμερα. 

Αμέσως μετά την λήξη του Πολέμου, ο Γιώργος Αλλαμανής μεταφέρει την διοίκηση της προσωπικής του εταιρίας στην Αθήνα και το κέντρο των μεταποιητικών δραστηριοτήτων του στον Βόλο, με ενοικίαση της καπναποθήκης Σκρέκα, ενώ συγχρόνως επανακινεί και τις δραστηριότητές του στην Θεσσαλονίκη με ενοικίαση της καπναποθήκης Τζανίδη. Την διεύθυνση του υποκαταστήματος του Βόλου αναλαμβάνει ο εξάδελφός του Γιάννης Πιτσιώρης, ενώ αυτή της Θεσσαλονίκης ο μικρότερος αδελφός του Μιλτιάδης Αλλαμανής.

Το 1950 ιδρύει στον Βόλο αρχικά Ετερόρρυθμη, που το 1953 έγινε Ομόρρυθμη, Εταιρία με την επωνυμία «Γεώργιος Αχ. Αλλαμανής Ο.Ε.Ε.» και εταίρους τον ίδιο και τους Μιλτιάδη Αλλαμανή και Γιάννη Πιτσιώρη, στους οποίους προστέθηκε το 1953 ο Πολύβιος Αλλαμανής. Η εταιρία αυτή αγοράζει οικόπεδο στην οδό Μακρυνίτσης και ανεγείρει 4ώροφη καπναποθήκη, συνολικού εμβαδού 5.500 τ.μ., όπου στεγάζεται καινούργιο εργοστάσιο επεξεργασίας καπνού.

Η εταιρία αυτή, υπό την διεύθυνση του Γιάννη Πιτσιώρη μέχρι το 1978 και μετά του Μιλτιάδη Αλλαμανή, αποτέλεσε την ‘μικρή αδελφή’ της Ανώνυμης Εταιρίας, έχοντας ως έργο την αγορά και την μεταποίηση καπνών της Θεσσαλίας και της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, η διάθεση των οποίων γινόταν από κοινού με την Ανώνυμη Εταιρία.

Σύντομα μετά την ίδρυση της ‘Γ. Α. ΑΛΛΑΜΑΝΗΣ Α.Ε.’ το 1954, με έδρα την Αθήνα, κτίζεται το 1957 η πρώτη ιδιόκτητη καπναποθήκη και καπνεργοστάσιο στην Θεσσαλονίκη, επί της οδού Λέοντος Σοφού, στο εμπορικό κέντρο της πόλης, με συνολική επιφάνεια περ. 10.000 τ.μ. Η Θεσσαλονίκη καθίσταται τότε το επιχειρησιακό κέντρο του Ομίλου, ενώ στην πόλη εγκαθίστανται πλέον μεγάλος αριθμός καπνεμπορικών επιχειρήσεων, θέτοντας την Καβάλα, τον Βόλο, το Αγρίνιο, την Ξάνθη, κλπ. σε δεύτερη μοίρα. Όμως η ραγδαία ανάπτυξη της πόλης την εποχή εκείνη καθιστά αναγκαία την μεταφορά της δραστηριότητας αυτής εκτός κέντρου. Έτσι, οι πολυάριθμες καπνεμπορικές επιχειρήσεις αρχίζουν να κτίζουν καπνεργοστάσια–καπναποθήκες στα προάστια της πόλης, με κέντρο την Σταυρούπολη. Ο Γιώργος Αλλαμανής επέλεξε όμως την περιοχή της Λεωφόρου Γεωργικής Σχολής, στον Δήμο Πυλαίας, όπου η εταιρία ανήγειρε το 1967 6ώροφη καπναποθήκη συνολικού εμβαδού 18.000 τ.μ., στην οποία εγκατέστησε καινούργια μονάδα επεξεργασίας καπνού.

Έτσι, στις δεκαετίες του ’60 και του ΄70, ο όμιλος των καπνεμπορικών επιχειρήσεων Αλλαμανή, υπό την διοίκηση του Γιώργου Αλλαμανή στην Αθήνα, με τον Βασίλη Αλλαμανή στις Βρυξέλλες, τον Μιλτιάδη Αλλαμανή στην Θεσσαλονίκη, τον Πολύβιο Αλλαμανή επίσης στην Αθήνα και τον Γιάννη Πιτσιώρη στον Βόλο, κατέστη ένας από τους σημαντικότερους εξαγωγείς καπνού με πελατεία στις 5 ηπείρους του πλανήτη μας.  Ο Όμιλος αυτός, αυξάνοντας συνεχώς τον όγκο των δραστηριοτήτων του και τον αριθμό των πελατών του, εδραιώθηκε την δεκαετία του ’70 και του ΄80 ως ένας από τους 12 μεγαλύτερους εξαγωγικούς οίκους καπνών ανάμεσα στις δεκάδες καπνεμπορικές επιχειρήσεις που υπήρχαν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα.

Στους πελάτες της Εταιρίας τις δεκαετίες αυτές συγκαταλέγονταν οι Οίκοι B.T.M. “RothHändle του Lahr, Reemstma του Αμβούργου, το Γαλλικό Μονοπώλιο S.E.I.T.A., η British American Tobacco του Λονδίνου, η TabacofinaVanderElst του Βελγίου, η  Ed.LaurensLeKhedive της Χάγης, οι οίκοι Haus Neuerburg της Κολωνίας, Alois Pöschl του Landshut, Rhenania του Andernach, Fabriques de Tabac Réunis (F.T.R.) του Neuchâtel, η Svenska Tobaks του Malmö, η Burrus του Boncourt, η J.L.Tiedemans του Όσλο, οι φινλανδικές Fennia, R.C.Rettig και Amer Tupakka, στις οποίες προστέθηκαν αργότερα η Rothmans International, το Ισπανικό Μονοπώλιο Τabacalera και η Philip Morris, η οποία εξαγόρασε την F.T.R. και έμελλε να γίνει ο μεγαλύτερος αγοραστής ελληνικών καπνών από την δεκαετία του ‘80, εκτοπίζοντας από την θέση αυτή την Reemstma.

Όμως, εκτός από τις σιγαρεττοβιομηχανίες της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης, που αποτελούσαν τον κορμό της πελατείας της εταιρίας, στους πελάτες της συγκαταλεγόταν και ένας αριθμός από βιομηχανίες των Η.Π.Α., της Ασίας, της Αφρικής, της Ωκεανίας και της Ανατολικής Ευρώπης, όπως π.χ. η R.J.Reynolds του WinstonSalem, η Brown & Williamson του Louisville (θυγατρική της Β.Α.Τ.), η Japan Tobacco, η αιγυπτιακή κρατική εταιρία Eastern S.A.E., οι Régies του Λιβάνου, της Τυνησίας και του Μαρόκου, η Rothmans Αυστραλίας, η Iran Tobacco Co., ο ουγγρικός οργανισμός Monimpex και ο πολωνικός Agros.

Μετά  την είσοδο στην επιχείρηση του πρεσβύτερου της δεύτερης γενιάς Αχιλλέα Β. Αλλαμανή στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50, ο οποίος εργάστηκε αρχικά στην Θεσσαλονίκη και ακολούθως εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες, ακολούθησε η είσοδος του Αχιλλέα Στ. Αλλαμανή  (1943-2005). Εργάστηκε τα πρώτα χρόνια στον Βόλο και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη, υπήρξε μέλος του Δ.Σ. της «Γ. Α. ΑΛΛΑΜΑΝΗΣ Α.Ε.» από το 1977 και εταίρος της  «Γεώργιος Αχ. Αλλαμανής Ο.Ε.Ε.» από το 1979.

 Το 1977 ξεκίνησε την καριέρα του στον Όμιλο Εταιριών ο Νικόλαος Μ. Αλλαμανής (1949), ο οποίος επίσης εισήλθε ως εταίρος στην Ομόρρυθμη Εταιρία το 1979 και κατέστη μέλος  του Δ.Σ. της Ανώνυμης Εταιρίας το 1980 και Διευθύνων Σύμβουλός της το 1986.

Μετά τον πρόωρο θάνατο του Γιώργου Αλλαμανή το 1974, την διοίκηση των εταιριών στην Ελλάδα ανέλαβε ο Μιλτιάδης Αλλαμανής, ενώ αυτήν της βελγικής εταιρίας ο Βασίλης Αλλαμανής, τους οποίους διαδέχτηκαν οι Νίκος Μ. Αλλαμανής και Αχιλλέας Β. Αλλαμανής αντίστοιχα.

Το 1986 η εταιρία αποδέχτηκε πρόταση συνεργασίας του αμερικανικού οίκου μεταποίησης και εμπορίας καπνού Dibrell Bros. Inc. του Danville, Virginia. Αποφασίστηκε τότε η ίδρυση μίας νέας εταιρίας με την επωνυμία «Διεθνής Καπνική Γ. Αλλαμανής Α.Ε.», στην οποία μεταφέρθηκε με απόσχιση ο βιομηχανικός κλάδος των ελληνικών εταιριών του Ομίλου «Γ. Α. ΑΛΛΑΜΑΝΗΣ Α.Ε.» και «Γεώργιος Αχ. Αλλαμανής Ο.Ε.Ε.». Οι εταιρίες αυτές διατήρησαν την πλειοψηφία των μετοχών και την διαχείριση του νέου σχήματος, Διευθύνων Σύμβουλος του οποίου ορίστηκε ο Νίκος Μ. Αλλαμανής.

Ακολούθησε μία νέα περίοδος ανάπτυξης των δραστηριοτήτων της εταιρίας, με αύξηση του αριθμού των πελατών και του όγκου των αγορών και των πωλήσεων, με αποτέλεσμα η «Διεθνής Καπνική Γ. Αλλαμανής Α.Ε.» να βρεθεί μέσα στην πρώτη οκτάδα των ελληνικών καπνεμπορικών επιχειρήσεων, ο αριθμός των οποίων έβαινε ήδη σημαντικά μειούμενος κατά την δεκαετία αυτή. Στην εταιρία αυτή ενσωματώθηκε και η επιχείρηση «Χατζηγεωργίου», με παρουσία στην Διοίκηση της εταιρίας του Αντίγονου Γ. Χατζηγεωργίου και με την αγορά της καπναποθήκης – καπνεργοστασίου της εταιρίας αυτής στην Ευκαρπία Θεσσαλονίκης, που έγινε η 3η παραγωγική μονάδα της επιχείρησης.

Σημαντικότεροι πελάτες κατά την περίοδο αυτή κατέστησαν η Philip Morris και η British American Tobacco, ενώ στο πελατολόγιο της εταιρίας συμπεριλαμβάνονταν πλέον και η Imperial Tobacco, η American Tobacco, το Ιταλικό Μονοπώλιο, οι ολλανδικές Heupinck, Bloemen και Bigelaar, η Fabrika Duvana Nis της Σερβίας, κ.ά.

Η τάση για συγχωνεύσεις και εξαγορές  απέκτησε ιλιγγιώδη ταχύτητα την δεκαετία του ’90, τόσο στον κλάδο της σιγαρεττοβιομηχανίας, όσο και σε αυτόν της μεταποίησης. Στον κλάδο της βιομηχανίας οι αναδιαρθρώσεις αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα την απορρόφηση  των περισσότερων εταιριών – πελατών της εταιρίας της περιόδου 1960-1980, που αναφέρθηκαν παραπάνω, και την επικράτηση σε παγκόσμιο επίπεδο (πλην Κίνας) 4 ομίλων εταιριών, της Philip Morris, της British American Tobacco, της Japan Tobacco και της Imperial Tobacco.

Στον κλάδο της μεταποίησης πραγματοποιήθηκε το 1995 η συγχώνευση της Dibrell με την επίσης αμερικανική εταιρία Monc, από την οποία προέκυψε η Dimon Inc., η οποία κατέστη η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρία εμπορίας καπνού στον κόσμο μετά την Universal Inc.  Συγχρόνως η εταιρία αυτή εξαγοράζει από το Αυστριακό μονοπώλιο την θυγατρική του Austria Tabak Einkaufs-Und Handelsorganisation, της οποίας θυγατρική ήταν η ιστορική «Αυστροελληνική Εταιρία Καπνών Α.Ε.», μία από τις παλαιότερες και μεγαλύτερες  καπνεμπορικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, με μεταποιητική δραστηριότητα στην Θεσσαλονίκη και την Καβάλα.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες που επικράτησαν στον κλάδο παγκοσμίως, η εταιρία «Γ. Α. ΑΛΛΑΜΑΝΗΣ Α.Ε.»  αποφάσισε το 1997 την πώληση του πλειοψηφικού της πακέτου μετοχών στην «Διεθνής Καπνική Γ. Αλλαμανής Α.Ε.» στην DIMON, με αποτέλεσμα  να δημιουργηθεί νέος Όμιλος επιχειρήσεων με επικεφαλής την νεοσυσταθείσα «DIMON HELLAS TOBACCO S.A, στον οποίο συγχωνεύτηκαν οι δραστηριότητες της «Αυστροελληνικής» και της «Αλλαμανής».

Η εταιρία αυτή ήταν πλέον μία από τις 4 μεγαλύτερες του κλάδου στην Ελλάδα, διέθετε αρχικά 5 παραγωγικές μονάδες, 3 στην Θεσσαλονίκη, μία στην Καβάλα και μία στον Βόλο και απασχολούσε μόνιμα πάνω από 100 άτομα και εποχιακά πάνω από 1.000. Η διοίκησή της ανατέθηκε στον Νίκο Αλλαμανή μέχρι το 2004.

Δυστυχώς, το 2005 η μητρική εταιρία πήρε την στρατηγική απόφαση της αποχώρησής της από την Ελλάδα, όπως επίσης και από την Ιταλία και την Ισπανία, κρίνοντας ότι οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα του καπνού δεν έδιναν καμιά προοπτική ανάπτυξης στον κλάδο. Έτσι η «DIMON HELLAS TOBACCO S.A,η οποία είχε εν τω μεταξύ απορροφήσει την «Διεθνής Καπνική Γ. Αλλαμανής Α.Ε.», οδηγήθηκε σε εκκαθάριση.

Η «Γ. Α. ΑΛΛΑΜΑΝΗΣ Α.Ε.», έχοντας ήδη από το 1987 μεταβιβάσει τον βιομηχανικό της κλάδο, δραστηριοποιείται στην εκμετάλλευση των δύο ακινήτων της στην Θεσσαλονίκη. Από το 2004 ενεργοποιείται επί μία πενταετία στην αποθήκευση και παροχή υπηρεσιών logistics προς το Αυστριακό μονοπώλιο Austria Tabak, με το οποίο είχε αποκτήσει στενές σχέσεις. Επαναδραστηριοποιήθηκε επίσης σε μικρό βαθμό στην εμπορία ακατέργαστου καπνού και από το 2011, οπότε και απέκτησε άδεια αλλαγής χρήσης για την καπναποθήκη της επί της Λεωφόρου Γεωργικής Σχολής, πραγματοποιεί επένδυση για την διαμόρφωση του κτιρίου αυτού σε κτίριο γραφείων και καταστημάτων. Η επένδυση αυτή συνεχίζεται με αργό ρυθμό λόγω της οξείας οικονομικής κρίσης στην οποία εισήλθε η χώρα από το 2010, ενώ συγχρόνως εκσυγχρονίζεται συνεχώς και η οικοδομή επί της οδού Λέοντος Σοφού, η οποία εκμισθώνεται σε μεγάλο αριθμό τραπεζικών, βιοτεχνικών, εμπορικών επιχειρήσεων και εταιριών παροχής υπηρεσιών.

 

Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 2013